- λεμβουργείο(ν)
- το мастерская по изготовлению и ремонту лодок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεμβουργείο — το ναυπηγείο όπου κατασκευάζονται λέμβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβουργός. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1878 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek